- ἡδυπαθείαι
- ἡδυπαθείᾱͅ , ἡδυπάθειαpleasant livingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡδυπάθειαι — ἡδυπάθεια pleasant living fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυπάθεια — η (AM ἡδυπάθεια) [ηδυπαθής] απόλαυση, διασκέδαση, ευχάριστη ζωή νεοελλ. 1. ηδονική ζωή, φιληδονία, τάση και ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις 2. νωχέλεια αρχ. 1. ως κύρ. όν. Ἡδυπάθεια τίτλος έργου τού Αρχεστράτου 2. στον πληθ. αἱ ἡδυπάθειαι οι… … Dictionary of Greek